Είσαι μαμά, είσαι δυνατή.


Αυτή είναι μια ανάρτηση από εκείνες τις όχι και τόσο λαμπερές. Εκείνες, που σε περιγράφουν να αμφισβητείς τον εαυτό σου ως μάνα. Εκείνες, που έχεις μετανιώσει τις φορές που ήθελες παιδιά. Αλλά και που την ίδια στιγμή θα καταπιείς την ίδια σου τη σκέψη, μην τυχόν και την πάρει το σύμπαν και συνωμοτήσει εναντίον σου.


Ναι, έρχονται στιγμές που όλη σου η υπόσταση φωνάζει «δεν αντέχω άλλο». Που το κορμί σου δεν υπακούει στο μυαλό και που το μυαλό δεν δίνει σχεδόν ποτέ τη σωστή εντολή. Τότε που τα μάτια δεν κρατιούνται ανοιχτά ούτε με οδοντογλυφίδες. Όμως εσύ πρέπει να στέκεις ακοίμητος φρουρός πάνω από τα παιδιά σου, να παρηγορείς τον πόνο και τη γκρίνια τους. Να τους χαϊδεύεις τα μαλλιά και να τους τραγουδάς μελωδίες που τους αρέσουν και τα ηρεμούν, με τη φωνή σου να δυσκολεύεται να βγει από το στόμα. Στις δώδεκα, στις τρεις, στις πέντε τα ξημερώματα. Γιατί ψήνονται στον πυρετό, γιατί έχουν μύξες και δεν μπορούν να πάρουν ανάσα, γιατί βγάζουν δόντια. Γιατί υποφέρουν στον δικό τους κόσμο και μόνο εσύ μπορείς να διώξεις το κακό. Δεν έχει σημαία η αιτία. Για πολλοστή φορά.



Εσύ όμως; Εσύ είσαι καλά; Μπορείς να σταθείς δίπλα και να παλέψεις με τους κακούς τους δαίμονες; Πότε κοιμήθηκες τελευταία φορά; Πότε έφαγες σαν άνθρωπος ζεστό φαγητό κι όχι ένα τοστ παγωμένο και αν; Ήπιες καφέ ή το τσάι σου; Κατούρησες ή σφίγγεσαι με κίνδυνο να πάθεις ουρολοίμωξη; Έκανες ένα μπάνιο; Έχεις απάντηση για όλα αυτά; Αν όχι, ούτε κι εγώ. Πάνε δέκα μέρες που τα μικρά κόλλησαν ίωση στο σχολείο -μαζί κι εμείς- κι έχουμε γίνει όλοι κομμάτια. Η ένταση και η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα είναι δεδομένες και η γκρίνια, ω αυτή η γκρίνια, σου τεντώνει τα νεύρα. Τα νεύρα που δεν έχουν κάνει ένα διάλειμμα εδώ και μέρες.

Κάθε φορά η αγκαλιά σου θα είναι η μόνιμη κατοικία τους. Όχι, δεν θα περπατάνε, θα τα μεταφέρεις παντού. Κι ας είναι σχεδόν δύο. Δεν θα κάθονται στην καρέκλα, θα κάθονται πάνω σου. Δεν θα κοιμούνται μόνα τους, θα κοιμούνται ολόκληρη τη νύχτα με το στήθος σου κι εσύ θα πονάς από την ακινησία ανάσκελα. Όπως εκείνη τη νύχτα που υποτίθεται πως ξεκίνησε ο τοκετός. Που σε είχαν ανάσκελα με τα καλώδια κολλημένα στην κοιλιά σου, σχεδόν δώδεκα ώρες ακίνητη. Έτσι και τώρα, σχεδόν δώδεκα ώρες ακίνητη. Μη κουνιέσαι γιατί θα ξυπνήσουν και πάλι θα ξεκινήσει η γκρίνια, τρυπάνι για το μυαλό σου. Δεν θα παίζουν με τα παιχνίδια τους, θα σου ζητάνε μόνο να τα κρατάς. Μόνο να είναι στην αγκαλιά σου, στο στήθος κολλημένα. Αυτό το στήθος που σκεφτόσουν σιγά σιγά να το αραίωνες μόλις προσαρμοστούν στο σχολείο τους. Αλλά μπα, άστο για αργότερα.


Δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα. Αλλά και τι μ’ αυτό; Μόλις τα βλέπεις να σε κοιτάζουν με αυτά τα υγρά ματάκια, ξεχνάς τα πάντα. Μόλις ακούς να σε φωνάζουν με το νέο σου όνομα, μόλις ακούς «μαμά», βγαίνει από μέσα σου τόση δύναμη, που δεν ήξερες καν ότι διαθέτεις κρυμμένη. Και ξεκινά μια καινούρια μέρα. Καλύτερη ή όχι δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ξεκινά μια ακόμη μέρα που κρατάς αγκαλιά τους θησαυρούς σου. Γιατί είσαι μαμά. Η μαμά τους.




Απαγορεύεται η χρήση μέρους ή ολόκληρου του κειμένου χωρίς την άδεια της συγγραφέως και αναφορά σε αυτήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου